- κελοί
- κελοί, οἱ (Α)(κατά τον Ησύχ.) τα ξύλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. κελέοντες και κελεός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
кол — род. п. ла, укр. кiл, род. п. кола, ст. слав. колъ πάσσαλος, болг. кол, мн. колове, словен. kòl, род. п. kоlа, чеш. kůl, слвц. kôl, польск. koɫ, в. луж. koɫ, н. луж. koɫ. От колоть. Родственно лит. kuõlas (ср. лит. juõkas: лат. iocus), греч … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κελεός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους πρώτους τέσσερις βασιλιάδες της Ελευσίνας. Φιλοξένησε στα ανάκτορά του τη Δήμητρα, η οποία του δίδαξε τα μυστήρια της λατρείας της και του έδωσε, για πρώτη φορά, το αξίωμα του ιερέα. 2. Ήρωας της… … Dictionary of Greek
kel-3, kelǝ-, klā- extended klād- — kel 3, kelǝ , klā extended klād English meaning: to hit, cut down Deutsche Übersetzung: ‘schlagen, hauen” Note: separation from kel “prick” and from skel “cut, clip” is barely durchfũhrbar; beachte esp. Slav. *kólti “prick” =… … Proto-Indo-European etymological dictionary